- φθαρμός
- ο, Νφθορά, καταστροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθαρ- τής συνεσταλμένης βαθμίδας τού ρ. φθείρω* + κατάλ. -μός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φθείρω — ΝΜΑ, και φθαίρω ΜΑ, και αιολ. τ. φθέρρω, και αρκαδ. τ. φθήρω, Α καταστρέφω 2. κάνω κάτι να χαλάσει με τη συνεχή ή κακή χρήση (α. «αν φοράς συνεχώς το ίδιο παντελόνι, θα τό φθείρεις στο τέλος» β. «ποσὶν φθείροντα πλοῡτον ἀργυρωνή τους θ ὑφάς»,… … Dictionary of Greek